- κεφαλομετρία
- ηη μέτρηση τών διαστάσεων τού κεφαλιού με το κεφαλόμετρο*.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrie < cephalo- (πρβλ. κεφαλ[ο]-*) + -metrie (πρβλ. -μετρία < -μέτρης < μετρῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
κεφαλομετρικός — ή, ό ο σχετικός με την κεφαλομετρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cephalometrique (< cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + metrique (πρβλ. μετρικός < μέτρης < μετρῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο] … Dictionary of Greek